- τσούρμα
- τσούρμα, η και τσούρμο, το(λ. ιταλ.)1. το πλήρωμα εμπορικού πλοίου: Παρατάχτηκε όλη η τσούρμα στο κατάστρωμα.2. πλήθος ανθρώπων: Μπήκε στο εστιατόριο ένα τσούρμο τουρίστες.3. ως επίρρ., τσούρμα και τσούρμο ομαδικά, όλοι μαζί, σύγχρονα: Οι μαθητές βγήκαν τσούρμα απ' την τάξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.